αφεύγατος
Смотреть что такое "αφεύγατος" в других словарях:
αφεύγατος — η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αποφύγει, αναπόφευκτος 2. αυτός που δεν έχει φύγει … Dictionary of Greek
άφυκτος — ἄφυκτος, ον (Α) 1. αφεύγατος, αναπόφευκτος 2. (για ερώτηση, λόγο κ.λπ.) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές 3. ο ανίκανος να διαφύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φυκτός «αυτός που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek